χεύματ' — χεύ̱ματα , χεῦμα that which is poured neut nom/voc/acc pl χεύ̱ματι , χεῦμα that which is poured neut dat sg χεύ̱ματε , χεῦμα that which is poured neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χευμάτων — χεῡμάτων , χεῦμα that which is poured neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χεύμασι — χεύ̱μασι , χεῦμα that which is poured neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χεύμασιν — χεύ̱μασιν , χεῦμα that which is poured neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χεύματα — χεύ̱ματα , χεῦμα that which is poured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χεύματι — χεύ̱ματι , χεῦμα that which is poured neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χεύματος — χεύ̱ματος , χεῦμα that which is poured neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
τύμβος — Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν στην αρχαιότητα ο τάφος ενός ή πολλών ατόμων πάνω από τον οποίο συσσωρευόταν σωρός από χώμα. Συνήθως ήταν μεγαλοπρεπής τάφος ο οποίος έφερε το λεγόμενο σήμα, μια πέτρα δηλαδή ή πλάκα ή επιτύμβια στήλη. Η συνήθεια να … Dictionary of Greek
χεύμα — τὸ, ΜΑ καθετί που χύνεται και ρέει, ρους, ρεύμα (α. «πολλῷ τῷ χεύματι τοῡ νάματος», Ευσ. β. «ποτάμιον... χεῡμ ὑδάτων», Ευρ. γ. «χεῡμα θαλάσσης», Αισχύλ. δ. «χεῡμα... κασσιτέροιο» χυμένος κασσίτερος, Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μτφ. α) ροή, ρύση («δένδρον … Dictionary of Greek